- κατανοητός
- -ή, -ό [κατανοώ]αυτός τον οποίο μπορεί να κατανοήσει κάποιος, εύληπτος, σαφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανοητός, -ή — ό αυτός που μπορεί να κατανοηθεί, νοητός, καταληπτός: Η ερμηνεία που έδωσες στο φαινόμενο αυτό είναι κατανοητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
ακατανόητος — η, ο (Α ἀκατανόητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός νεοελλ. ο περίεργος, ο ανεξήγητος μσν. αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανοῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία] … Dictionary of Greek
αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… … Dictionary of Greek
ανανόητος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητός, ακατανόητος, ανεξήγητος 2. αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανανοητός < ανανοώ. Το αρχικό α πήρε τη σημασία τής αρνήσεως από τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ανεξιχνίαστος — η, ο (AM ἀνεξιχνίαστος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός «ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον» νεοελλ. όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν… … Dictionary of Greek
ανεπίγνωστος — η, ο (AM ἀνεπίγνωστος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, που βρίσκεται πέρα από τις γνωστικές μας ικανότητες νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει επίγνωση, συναίσθηση για κάτι 2. αυτό που γίνεται χωρίς επίγνωση, ασυναίσθητα αρχ. εκείνος που δεν … Dictionary of Greek
αντιληπτός — ή, ό (AM ἀντιληπτός, ή, ό) νεοελλ. 1. αυτός που υποπίπτει στην αντίληψη, ο κατανοητός 2. αυτός που τον αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις αρχ. τά ἀντιληπτά τα αισθητά … Dictionary of Greek
απερινόητος — ἀπερινόητος, ον (AM) εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γίνει νοητός, ο ασύλληπτος μσν. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει κάτι, αμαθής αρχ. 1. μη κατανοητός 2. (για χρόνο) πολύ σύντομος, ανεπαίσθητος … Dictionary of Greek